μακαρόνι(ον)

μακαρόνι(ον)
το чаще πλ. макароны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μακαρόνι(ον)" в других словарях:

  • μακαρόνι — το 1. συν. στον πληθ. τα μακαρόνια ζυμαρικό σχήματος σωληνίσκου που παρασκευάζεται από σταρένιο αλεύρι, νερό και αλάτι 2. χαρακτηρισμός για επίμηκες πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. macaroni < λατ. *maccare «κόβω». Κατ άλλους, < μακαρία… …   Dictionary of Greek

  • μακαρόνι — το (λ. βενετ.), είδος ζυμαρικού σε σχήμα λεπτού σωλήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακαρονάδα — η φαγητό που παρασκευάζεται με μακαρόνια και συνοδεύεται συνήθως με τριμμένο τυρί και διάφορα είδη σάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι + επίθημα άδα (πρβλ. φασολ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονάς — ο [μακαρόνι] 1. μακαρονοποιός 2. αυτός που τού αρέσουν πολύ τα μακαρόνια 3. (ειρωνικά) ο Ιταλός …   Dictionary of Greek

  • μακαρονίζω — χρησιμοποιώ μακαρονισμούς στον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι (βλ. μακαρονικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονισμός — ο 1. η ανάμιξη στη γλώσσα στοιχείων δημοτικής και καθαρεύουσας 2. η χρήση στον λόγο εξεζητημένων και αδόκιμων αρχαϊσμών 3. είδος ελαφράς ποίησης στην οποία χρησιμοποιούνταν ανάμικτα ιταλικές και λατινικές λέξεις 4. είδος ελαφράς ποίησης στην… …   Dictionary of Greek

  • μελομακάρονο — και μελομακάρουνο, το είδος γλυκίσματος από ζύμη με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και αρωματικές ουσίες, το οποίο μετά το ψήσιμο εμβαπτίζεται σε μέλι, αλλ. φοινίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + μακαρόνι, λόγω πιθ. τού μακρόστενου σχήματος τού γλυκίσματος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»